- υπερθωμαζω
- ὑπερθωμάζωὑπερθωμάζω, ὑπερθωϋμάζωион. = ὑπερθαυμάζω См. υπερθαυμαζω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερθωμάζω — Α ιων. τ. βλ. ὑπερθαυμάζω … Dictionary of Greek
υπερθαυμάζω — και ιων. τ. ὑπερθωμάζω Α 1. εκπλήσσομαι σε μέγιστο βαθμό 2. νιώθω υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για κάτι … Dictionary of Greek